- γυψωτής
- ο1) мастер по гипсованию; 2) штукатур
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυψωτής — plasterer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυψωτής — ο (Μ γυψωτής) [γυψώ] αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια νεοελλ. αυτός που κατεργάζεται τον γύψο … Dictionary of Greek
γυψωτής — ο αυτός που εργάζεται με γύψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)